- αμαλαγιά
- και αναμαλαγιά και αμαλαγή, η1. το να είναι κανείς αμάλαγος2. (για ερωτικές σχέσεις) το να είναι κανείς άθικτος, αχάιδευτος, άρα αγνεία, παρθενικότητα3. άθικτη, πλούσια σε χόρτο γη4. ξηρά με άφθονη βλάστηση ή θάλασσα με πολλά ψάρια5. ελεύθερο έδαφος, απροσδόκητη ευκαιρία«βρήκε αμαλαγιά και αλωνίζει».[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάλαγος.ΠΑΡ. νεοελλ. αμαλαγιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.